κουλτουριάρικος

κουλτουριάρικος
-η, -ο [κουλτουριάρης]
ειρων. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κουλτούρα ή στον κουλτουριάρη, διανοουμενίστικος.
επίρρ...
κουλτουριάρικα
με κουλτουριάρικο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”